Βιογραφία
Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά (παλ. ονομασία Χάλια)[3] κοντά στη Χαλκίδα, αλλά η καταγωγή της ήταν από το χωριό Οκτωνιά.
Παντρεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία. Ο άντρας της ήταν μέθυσος, ενώ κατά τη διάρκεια ενός από τους ξυλοδαρμούς η Σωτηρία έριξε βιτριόλι στο πρόσωπό του. Για αυτό το γεγονός καταδικάστηκε σε τρία χρόνια στη φυλακή, από τα οποία εξέτισε έξι μήνες. Μετά την αποφυλάκισή της επιστρέφει στην οικογένειά της, αλλά μετά από προστριβές με τους δικούς της μετακομίζει στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1940, ακριβώς με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, και δίνει μόνο αγώνα για την επιβίωση.
Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, τραυματίστηκε και στη συνέχεια αντιμετώπισε τις συνθήκες φυλακής και της απομόνωσης μαζί με χιλιάδες άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες. Κατά την αντιστασιακή της δράση μετέφερε μηνύματα σε γιάφκες και συμμετείχε στην οργάνωση συσσιτίων και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Μάλιστα η δράση της είχε αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1943 μετά από προδοσία και το βασανισμό της στα διαβόητα κρατητήρια της οδού Μέρλιν (Αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα), όπου βασανίστηκε για πολλές μέρες.[4] Συνελήφθη, βασανίστηκε και κλείστηκε στη φυλακή.
Το 1947, μετά την απελευθέρωση κι αφού έχει γνωρίσει την αγριότητα και τις εμφυλιοπολεμικές διώξεις, γνωρίζεται και ξεκινάει τη συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη[5] τα τραγούδια του οποίου είναι τα πιο σημαντικά του ρεπερτορίου της. Το 1948 μια ομάδα φανατικών ακροδεξιών εισήλθαν στο χώρο που τραγουδούσε και την ξυλοκόπησαν με το χαρακτηρισμό «Βουλγάρα» (κομμουνίστρια), χωρίς ούτε οι μουσικοί και ούτε ίδιος ο Τσιτσάνης να τολμήσουν να σηκωθούν από τις καρέκλες τους.[4][6][7][8]
Παρ' όλα αυτά σύντομα αναγνωρίζεται ως μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες στα ρεμπέτικα. Ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της είναι τα Συννεφιασμένη Κυριακή, Τα Καβουράκια και Όταν Πίνεις Στην Ταβέρνα του Βασίλη Τσιτσάνη, με τις οποίες καθιερώθηκε στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Πέραν του Τσιτσάνη, συνεργάστηκε και με πολλούς άλλους συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Γιάννης Παπαϊωάννου (Άνοιξε, Άνοιξε) [9] και Απόστολος Καλδάρας (Είπα Να Σβήσω Τα Παλιά).
Η καριέρα της γνώρισε κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως το 1966 επανήλθε έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος ("Ζεϊμπέκικο"), ο Ηλίας Ανδριόπουλος (Μην Κλαις)[10] και ο Δήμος Μούτσης (Δε Λες Κουβέντα). [11]
Μέχρι τη δεκαετία του 1980 εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες της λαϊκής και της ρεμπέτικης μουσικής σε πολλές συναυλίες και ηχογραφήσεις. Ήταν ανοιχτά λεσβία σε μία εποχή που αυτό ήταν αδιανόητο.[12] Υπέστη κατά καιρούς διάφορες κρίσεις με προβλήματα αλκοολισμού ενώ ήταν εθισμένη και στον τζόγο.[13]
Τον Μάρτιο του 1993 αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας με πνευμονικό εμφύσημα, οπότε και διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα[14]. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων της έφτασε σε σημείο να πουλήσει τους δίσκους της στο Κολωνάκι. Ξεπούλησε σε μία ώρα. Κατά τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο Σωτηρία το 1994 έδωσε συνέντευξη στο Νίκο Κακαουνάκη στο «Επ' αυτοφώρω», μιλώντας με δυσκολία λόγω του καρκίνου. Ύστερα από λίγους μήνες έχασε τη φωνή της, ενώ οι μόνοι που ήταν δίπλα της ήταν τα ανίψια της. Το Μάρτιο του 1996 εμφανίστηκε σε συνέντευξη στη Νανά Παλαιτσάκη στην «5η παρουσία».
Απεβίωσε στις 27 Αυγούστου του 1997 στο Νοσοκομείο Μεταξά.
Στην καριέρα της, από τα μέσα του 1940 έως τα μέσα του 1990, συνεργάστηκε με σημαντικούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Βασίλης Τσιτσάνης, Γιώργος Μητσάκης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Δημήτρης Γκόγκος, Στέλιος Κερομύτης, Μπάμπης Μπακάλης, Τάκης Λαβίδας, Μαρίνος Γαβριήλ, Αργύρης Κουνάδης, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος, Διονύσης Σαββόπουλος, Νίκος Μαμαγκάκης, Βασίλης Δημητρίου και Δημήτρης Λάγιος.